-
1 επισκευη
ἥ1) pl. подготовка, устроение, организация(τῶν δημοσίων Polyb.)
2) починка, ремонт, восстановление(τῶν ἱρῶν Her.; τῶν τειχῶν Dem.; τῆς πόλεως Plut.)
3) оснастка, снаряжение, оборудование(χορηγίαι καὴ ἐπισκευαί Polyb.)
4) ремонтный материал -
2 επισκευή
-
3 επισκευή
[эпискеви] ουσ θ исправление, починка. -
4 γενικός
η, ό[ν] 1.1) общий, всеобщий;γενικός κανόνας — общее правило;
γενικός αφοπλισμός — всеобщее разоружение;
2) универсальный;γενικές γνώσεις — универсальные знания;
3) общий, общего характера, неконкретный;ομιλώ με γενικές εκφράσεις — говорить общими фразами;
4) обычный;5) генеральный, главный;ο γενικός γραμματέας — генеральный секретарь;
6) капитальный;γενική επισκευή — капитальный ремонт;
2. (ο) шеф; главный (разг) -
5 εγγύηση
[-νς (-εως)] η1) гарантия, ручательство; поручительство; порука;με εγγύηση — с гарантией;
επισκευή με εγγύηση — гарантийный ремонт;
αμοιβαία ( — или αλληλέγγυος) εγγύηση — круговая порука;
δίνω εγγύηση — поручиться;
αναλαμβάνω με εγγύηση μου — брать на поруки;
2) прям., перен. залог;εγγύηση φιλίας — залог дружбы;
εγγύηση της επιτυχίας — залог успеха;
καταβάλλω εγγύηση — вносить залог;
απολύω επί χρηματική εγγυήσει отпускать, освобождать под денежный залог;σαν εγγύηση — в залог чего-л.
См. также в других словарях:
ἐπισκευή — repair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευή — η (AM ἐπισκευή) [σκευή] επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.) αρχ. 1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.) 2. υλικά για επισκευή… … Dictionary of Greek
ἐπισκευῇ — ἐπισκευάζω get ready fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind act 3rd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπισκευάζω get ready fut ind act 3rd sg (doric) ἐπισκευή repair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευή — η η επιδιόρθωση χαλασμένου πράγματος, το επιδιόρθωμα, το σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκευαῖς — ἐπισκευή repair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαί — ἐπισκευή repair fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευήν — ἐπισκευή repair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek